Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

 ...
                Τα παλιά χρόνια στην πόλη ο Βαρδάρης ήταν βασιλιάς. Τις πιο πολλές μέρες του χειμώνα φυσούσε από πάνω, απ’ τα Κάστρα, και κρατούσε τα μάγουλα φουσκωμένα ώσπου να καθαρίσει τον αέρα της πόλης και να ανακατέψει το κύμα κάτω στη θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια ο Βαρδάρης γέρασε –οι μορφωμένοι το είπανε κλιματική αλλαγή- και δεν κάνει πια τόσο σαματά, δε ρίχνει γλάστρες ούτε ντενεκέδες με βασιλικά, ούτε βροντάει ξύλινα παντζούρια∙ ίσως γι’ αυτό κι εκείνα μαράζωσαν κι αλλάξανε κι έγιναν στόρια πλαστικά. Τη μέρα της κηδείας του πατέρα του Νικηφόρου ο γέρο-άνεμος τον θυμήθηκε. Ποιόν; Αυτόν, έναν γέροντα Πελοποννήσιο, έναν τηλεδαπό που έζησε πενήντα χρόνια σ’ αυτήν την πόλη που την τίμησε με μια αυτοκτονία κι έναν τάφο κατάδικό του.
                Φυσούσε  ακατάπαυστα  από το πρωί. Στα κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου στην Πυλαία κάθε τόσο κλείναμε τα μάτια μας γιατί η σκόνη και το χώμα χόρευαν χωρίς σταματημό. Λίγο αργότερα στον καφέ, τρία τραπέζια άνθρωποι όλοι κι όλοι ρουφώντας κονιάκ βήτα διαλογής, ακούγαμε τη Γλυκερία σ’ ένα μάλλον ινδουιστικό παραλήρημα. Θυμάμαι τον Νικηφόρο γυρισμένο προς το παράθυρο με καμπουριαστή τη ράχη να μη μας δίνει σημασία∙ όπως και τότε στο θρανίο, με βιδωμένο το κεφάλι, κοίταζε έξω σιωπηλός. Μόνο όταν η Γλυκερία άρχισε ναλέει κάτι για πολλαπλές μετεμψυχώσεις έστρεψε το κεφάλι και μας έκανε νόημα να σηκωθούμε.
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ανεμώλια», 2011

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ

...
ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ, ΩΡΑ ΤΩΡΑ, γύρω από το συσσίτιο των Αγίων Πάντων, την εκκλησία δίπλα από το σταθμό του Ο.Σ.Ε. Είναι μεσημέρι δώδεκα παρά, οι δικαιούχοι έχουν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν ουρά στην πίσω πόρτα του ναού. Κρύο τσουχτερό, αέρας, χαλασμός Κυρίου. Σπάνια τέτοια αναταραχή σε τόπο που αγγίζει θάλασσα. Η θερμοκρασία δεν ξεπερνάει τους τρεις βαθμούς. Οι εισπνοές σού παγώνουν το λαιμό κι οι εκπνοές μοιάζουν με ψυχές που εξατμίζονται. Φοράω τρία παντελόνια, δύο σακάκια συν το μπουφάν. Ψάχνομαι για κουβέντα, δεν πεινάω ακόμα. Βάζω πλώρη προς έναν νεαρό, άγνωστη φάτσα, που στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κοιτάζει το πλήθος με διεσταλμένα μάτια. Απορώ, τι δεν καταλαβαίνει ο μαλάκας. Με το που παρκάρω δίπλα του κερνάει τσιγάρο. Αντί για ευχαριστώ, το καπνίζω με μεγάλες ρουφηξιές. Χαμογελώ να δείχνω ευδιάθετος, διαθέσιμος να με παρατηρήσει από κοντά. Ξέρω πως αν δεν παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τους ανθρώπους, από μακριά σου φαίνονται όλοι ίδιοι: μία ενιαία γκρίζα σιλουέτα. Αυτόν, έτσι μαλακό που τον κόβω, μπορώ να τον φέρω βόλτα· άλλωστε, κατέχω την Τέχνη.
   - Όμηρος, συστήνομαι και γουρλώνει τα μάτια. Έχω μια μακρινή συγγένεια με τον προηγούμενο, του λέω. Πρώτον γιατί και οι δύο γυρίσαμε τον κόσμο όλο· τον φάγαμε με το κουτάλι. Δεύτερον, γράφουμε και οι δύο ποιήματα και γιατί είμαστε και οι δύο με καλές σπουδές: στο πανεπιστήμιο της εποχής του εκείνος, στη Μεγάλη του Δρόμου Σχολή εγώ. Τρίτον και σπουδαιότερο, λέμε και οι δύο ψέματα. Όπως και να ‘χει τον θαυμάζω τον γέροντα. Που πα να πει, αναγνωρίζω το Θαύμα! Εγώ δεν κατάφερα να συναρπάσω τα πλήθη όπως εκείνος. Αποτάθηκα σε ένα μικρό κύκλο από συγγενικές διάνοιες.  
...

Απόσπασμα από το διήγημα «Η αρχαία κνήμη», της υπό έκδοση συλλογής διηγημάτων Με χίλιους τρόμους γενναίος.

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

 
ΤΣΑΙ ΒΟΥΝΟΥ

Λιγνοί κι αθώοι σαν τσάι βουνού
οι φίλοι μου κάποτε ήταν εδώ
στην οδό Μελενίκου στην Τούμπα
στ’ αμφιθέατρα
στους εξώστες του Κρατικού

Τώρα οι φίλοι μου μίσεψαν
άνεμοι και τους πήρανε
σε ορεινούς ορόφους
κύματα τους βυθίσανε
σε σκοτεινά κοχύλια
κι εγώ στη λευκή ερημία
βουβό καραβάνι
αναπαράγω το λυγμό μου

Από την ποιητική συλλογή «Μικρές ανάσες», 2010

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ


ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΛΗ
(ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ;)

Ι.

Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε ν’ ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμά μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί απ΄ τις τιράντες μου.

ΙΙ.
...

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΣΙΜΗΣ

 ...
                Η κοινωνία του Μπερλίν... Δεν ήταν παρά η έξοδος στον κόσμο ανθρώπων που ξεχάστηκαν τελείως από αυτόν σε μια τρελή Θεσσαλονίκη που επέμενε να ταξιδεύει ανέμελα ακόμη στη δεκαετία του ’80 θάβοντας νεκρές ψυχές στα μεσάνυχτα της Προξένου Κορομηλά. Μέσα στο μαγαζί είχαν φτάσει ήδη οι πρώτοι losers. Σαν κι αυτόν. Παράγγειλε ποτό όρθιος. Γύρω του κάπνιζαν θυελλωδώς σαν ατμομηχανές μαινόμενες, η σαπίλα βασίλευε, αυτόν δεν τον ένοιαζε τίποτα. Η ώρα προχωρούσε. Ένοιωθε σαν να καιγόταν μέσα του. Κοίταξε γύρω του. Ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν. Η μουσική αγρίευε. Οι γυναίκες παρήκμαζαν. Πήρε ανάσες. Ήπιε κι άλλο. Το Μπερλίν, δυνάστης και αφέντης, σαΐτευε τη νύχτα...
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι σφαίρες θα έχουν το όνομά σου, αγαπημένη», 2000

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 ...
                Τις ημέρες  που έχει κύμα, φύκια, σκουπίδια, τσαλιά και  φερτές ύλες, ένας μαύρος πολτός πολιορκεί την προκυμαία από τον Λευκό Πύργο μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Αν σταθείς στην πλατεία Αριστοτέλους, το κόσμημα του Ερνέστο Εμπράρ, θα δεις ακόμα μερικά σπίτια να σκαρφαλώνουν στα Κάστρα της Άνω Πόλης.
                Τις ημέρες του φθινοπώρου η ομίχλη κάνει μαλακό το φως του ήλιου. Διαποτίζει τα πρόσωπα και τα κτίρια με μια γλυκιά μελαγχολία. Τον χειμώνα η υγρασία σε διαπερνά μέχρι το μεδούλι. Η βροχή μουσκεύει το χώμα μέσα στο οποίο χωνεύουν ρωμαίοι εκατόνταρχοι, βυζαντινοί ησυχαστές, οθωμανοί δερβίσηδες και σεφαραδίτες Εβραίοι με τον καημό της Καστίλης. Είκοσι τρεις αιώνες ιστορίας, σ’ αυτό το σταυροδρόμι της Δύσης και της Ανατολής, που έχουν διαλυθεί σαν τις πέτρες από τα εβραϊκά μνήματα με τις οποίες χτίστηκαν σπίτια και δρόμοι.
                Μπορεί να ήταν Απρίλης του ’59 όταν, παίζοντας κάτω από τη μεγάλη μουριά, αντίκρισε τον πατέρα του να επιστρέφει από τον Αϊ-Στράτη. Δεν ξέρει ακόμη κατά που πέφτει.
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το όνειρο του Οδυσσέα», 2011

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣ


BLOOMSDAY

Νεόνυμφοι με γκαζοζέν στη Σαλονίκη
Ιούνιος του ’45 και δεκαέξη, επιπλέον, του μηνός.
Συνάντηση με Αυγουστή, Ηφαιστίωνα κύριο Τρουλλινό
τάπες κι εσάνς από τους Μπενφοράδο.
Bloomsday στα Λαδάδικα
να συμπληρώσω με την ευκαιρία τώρα εγώ
χίλιες σελίδες ως γνωστόν, ο κατά Τζόυς Οδυσσέας.
Για την εγχώρια
ούτε στον πρόλογο δεν είμαστε ακόμα.

Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)