Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ

...
ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ, ΩΡΑ ΤΩΡΑ, γύρω από το συσσίτιο των Αγίων Πάντων, την εκκλησία δίπλα από το σταθμό του Ο.Σ.Ε. Είναι μεσημέρι δώδεκα παρά, οι δικαιούχοι έχουν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν ουρά στην πίσω πόρτα του ναού. Κρύο τσουχτερό, αέρας, χαλασμός Κυρίου. Σπάνια τέτοια αναταραχή σε τόπο που αγγίζει θάλασσα. Η θερμοκρασία δεν ξεπερνάει τους τρεις βαθμούς. Οι εισπνοές σού παγώνουν το λαιμό κι οι εκπνοές μοιάζουν με ψυχές που εξατμίζονται. Φοράω τρία παντελόνια, δύο σακάκια συν το μπουφάν. Ψάχνομαι για κουβέντα, δεν πεινάω ακόμα. Βάζω πλώρη προς έναν νεαρό, άγνωστη φάτσα, που στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κοιτάζει το πλήθος με διεσταλμένα μάτια. Απορώ, τι δεν καταλαβαίνει ο μαλάκας. Με το που παρκάρω δίπλα του κερνάει τσιγάρο. Αντί για ευχαριστώ, το καπνίζω με μεγάλες ρουφηξιές. Χαμογελώ να δείχνω ευδιάθετος, διαθέσιμος να με παρατηρήσει από κοντά. Ξέρω πως αν δεν παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τους ανθρώπους, από μακριά σου φαίνονται όλοι ίδιοι: μία ενιαία γκρίζα σιλουέτα. Αυτόν, έτσι μαλακό που τον κόβω, μπορώ να τον φέρω βόλτα· άλλωστε, κατέχω την Τέχνη.
   - Όμηρος, συστήνομαι και γουρλώνει τα μάτια. Έχω μια μακρινή συγγένεια με τον προηγούμενο, του λέω. Πρώτον γιατί και οι δύο γυρίσαμε τον κόσμο όλο· τον φάγαμε με το κουτάλι. Δεύτερον, γράφουμε και οι δύο ποιήματα και γιατί είμαστε και οι δύο με καλές σπουδές: στο πανεπιστήμιο της εποχής του εκείνος, στη Μεγάλη του Δρόμου Σχολή εγώ. Τρίτον και σπουδαιότερο, λέμε και οι δύο ψέματα. Όπως και να ‘χει τον θαυμάζω τον γέροντα. Που πα να πει, αναγνωρίζω το Θαύμα! Εγώ δεν κατάφερα να συναρπάσω τα πλήθη όπως εκείνος. Αποτάθηκα σε ένα μικρό κύκλο από συγγενικές διάνοιες.  
...

Απόσπασμα από το διήγημα «Η αρχαία κνήμη», της υπό έκδοση συλλογής διηγημάτων Με χίλιους τρόμους γενναίος.

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

 
ΤΣΑΙ ΒΟΥΝΟΥ

Λιγνοί κι αθώοι σαν τσάι βουνού
οι φίλοι μου κάποτε ήταν εδώ
στην οδό Μελενίκου στην Τούμπα
στ’ αμφιθέατρα
στους εξώστες του Κρατικού

Τώρα οι φίλοι μου μίσεψαν
άνεμοι και τους πήρανε
σε ορεινούς ορόφους
κύματα τους βυθίσανε
σε σκοτεινά κοχύλια
κι εγώ στη λευκή ερημία
βουβό καραβάνι
αναπαράγω το λυγμό μου

Από την ποιητική συλλογή «Μικρές ανάσες», 2010

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ


ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΛΗ
(ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ;)

Ι.

Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε ν’ ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμά μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί απ΄ τις τιράντες μου.

ΙΙ.
...

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΣΙΜΗΣ

 ...
                Η κοινωνία του Μπερλίν... Δεν ήταν παρά η έξοδος στον κόσμο ανθρώπων που ξεχάστηκαν τελείως από αυτόν σε μια τρελή Θεσσαλονίκη που επέμενε να ταξιδεύει ανέμελα ακόμη στη δεκαετία του ’80 θάβοντας νεκρές ψυχές στα μεσάνυχτα της Προξένου Κορομηλά. Μέσα στο μαγαζί είχαν φτάσει ήδη οι πρώτοι losers. Σαν κι αυτόν. Παράγγειλε ποτό όρθιος. Γύρω του κάπνιζαν θυελλωδώς σαν ατμομηχανές μαινόμενες, η σαπίλα βασίλευε, αυτόν δεν τον ένοιαζε τίποτα. Η ώρα προχωρούσε. Ένοιωθε σαν να καιγόταν μέσα του. Κοίταξε γύρω του. Ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν. Η μουσική αγρίευε. Οι γυναίκες παρήκμαζαν. Πήρε ανάσες. Ήπιε κι άλλο. Το Μπερλίν, δυνάστης και αφέντης, σαΐτευε τη νύχτα...
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι σφαίρες θα έχουν το όνομά σου, αγαπημένη», 2000

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 ...
                Τις ημέρες  που έχει κύμα, φύκια, σκουπίδια, τσαλιά και  φερτές ύλες, ένας μαύρος πολτός πολιορκεί την προκυμαία από τον Λευκό Πύργο μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Αν σταθείς στην πλατεία Αριστοτέλους, το κόσμημα του Ερνέστο Εμπράρ, θα δεις ακόμα μερικά σπίτια να σκαρφαλώνουν στα Κάστρα της Άνω Πόλης.
                Τις ημέρες του φθινοπώρου η ομίχλη κάνει μαλακό το φως του ήλιου. Διαποτίζει τα πρόσωπα και τα κτίρια με μια γλυκιά μελαγχολία. Τον χειμώνα η υγρασία σε διαπερνά μέχρι το μεδούλι. Η βροχή μουσκεύει το χώμα μέσα στο οποίο χωνεύουν ρωμαίοι εκατόνταρχοι, βυζαντινοί ησυχαστές, οθωμανοί δερβίσηδες και σεφαραδίτες Εβραίοι με τον καημό της Καστίλης. Είκοσι τρεις αιώνες ιστορίας, σ’ αυτό το σταυροδρόμι της Δύσης και της Ανατολής, που έχουν διαλυθεί σαν τις πέτρες από τα εβραϊκά μνήματα με τις οποίες χτίστηκαν σπίτια και δρόμοι.
                Μπορεί να ήταν Απρίλης του ’59 όταν, παίζοντας κάτω από τη μεγάλη μουριά, αντίκρισε τον πατέρα του να επιστρέφει από τον Αϊ-Στράτη. Δεν ξέρει ακόμη κατά που πέφτει.
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το όνειρο του Οδυσσέα», 2011

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣ


BLOOMSDAY

Νεόνυμφοι με γκαζοζέν στη Σαλονίκη
Ιούνιος του ’45 και δεκαέξη, επιπλέον, του μηνός.
Συνάντηση με Αυγουστή, Ηφαιστίωνα κύριο Τρουλλινό
τάπες κι εσάνς από τους Μπενφοράδο.
Bloomsday στα Λαδάδικα
να συμπληρώσω με την ευκαιρία τώρα εγώ
χίλιες σελίδες ως γνωστόν, ο κατά Τζόυς Οδυσσέας.
Για την εγχώρια
ούτε στον πρόλογο δεν είμαστε ακόμα.

Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ

  
ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
...
Όταν ο φίλος μου ήταν φοιτητής, έμενε εκεί κοντά, κι εξέφρασε την επιθυμία να ξαναδεί, έστω κι απ’ έξω, το διαμέρισμά του. Ανηφορίσαμε ένα στενό δρομάκι, την οδό Στέφανου Τάττη. Ο Στέφανος Τάττης ήταν ένας μεγαλέμπορος καπνού με σημαντική κοινωνική προσφορά στην Ελληνική κοινότητα της Πόλης και γόνος του Κωνσταντίνου Τάττη, που διετέλεσε Φιλικός. Έπειτα κόψαμε αριστερά, στην οδό Κουκουφλή, για τον οποίο δεν ήξερα τίποτα. Εκεί, επί της Κουκουφλή, μου είπε πως ήταν παλιά ένα μπαρ  με κορίτσια, κι έπειτα, σηκώνοντας το κεφάλι, μου ’δειξε επί της οδού Πρασακάκη, στην οποία η Κουκουφλή κατέληγε, την πολυκατοικία και το διαμέρισμά του. Ένα στενό μπαλκονάκι είδα μόνο, η πρόσοψη του διαμερίσματος χάνονταν πίσω από ψηλά φυτά κι από μια κατεβασμένη τέντα. Μου ’πε πως απ’ το μπαλκόνι καμάκωσε μια γκόμενα, που ’χε βγει απέναντι ν’ απλώσει.
                Ο Πρασακάκης ήταν ένας μεγαλογιατρός, που, καθότι φιλεύσπλαχνος, έκανε πολλές αγαθοεργίες. Ο τρόπος που επισκεπτόταν τους ασθενείς του έμεινε παροιμιώδης. Επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μετέτρεψε, προσαρμόζοντας δυο καδρόνια στα πλαϊνά της, μια πολυθρόνα σε όχημα και με τη βοήθεια δύο στιβαρών χαμάληδων μετακινούνταν. Αργότερα εγκατέλειψε αυτό το ιδιότυπο μέσο και πήγαινε με άλογο.
...
Από τη συλλογή διηγημάτων ΛΕΙΨΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
Β. Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 
ΤΕΛΩΝΕΙΟ

Πόσο γαλήνια η θάλασσα και το τελωνείο να βουλιάζουν
στην πλήξη του μεσημεριού, ουδ’ επιβάτες μήτε φορτία
οι γλάροι απάνω στα νερά με ηλίθιες  πάπιες μοιάζουν
και σαν ψυχές πηγαινοέρχονται από ναυαγισμένα πλοία

Μπροστά στα φωτο-τζάμια στημένοι ή κι οκλαδόν
παίρνουμε πόζες στης εκκλησίας τα εξόδια σκαλοπάτια
-Τώρα που στην αιωνιότητα παίρνατε φωτο-ομαδόν
παρακαλώ μην κλίνετε στο φως του ήλιου –φλας τα μάτια

Μόνος του άπνους συλλογίζεται καθώς άλλοι τον κηδεύουν
προς αιώνος-άραγε πληρώθηκαν του τελωνείου τα τέλη
προς που με τον άρχοντα βαρκάρη πλοηγό να ταξιδεύουν
σε τόπους άχρονους όπου η νύχτα μονίμως ανατέλλει;

Κι ως οι θλιμμένες ψυχές αφήνονται σ’ αδήλωτους λειμώνες
να βόσκουν απ’ της λησμονιάς το αειθαλές χορτάρι
κι άλλοτε πάλι να μυρίζουνε τις ξηραμένες ανεμώνες
- Η φορτηγίδα Κέρβερος αποπλέει με ήπια χάρη

Από «λανθάνουσα» ποιητική συλλογή

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ


125

Μου απλωθήκατε στον «Όμιλο» στην παραλία στη Σαλονίκη
μαλάκες που παριστάνουν τους κιμπάρηδες
και πιο πολύ απασχοληθήκατε να ξεχωρίστε το ψαχνό
παρά να γλείψετε το κόκαλο,
να το λειαίνετε σαν γλυπτό
ή να ρουφούσατε μεδούλι γλυκάρμυρο σαν ωμό αυγό.
Μασάτε λεπτεπίλεπτα, φλυαρείτε,
δεν γεύεστε σεβαστικά το πλάσμα του Θεού,
σεβαστίκογλους δεν είστε – σιάζεστε, σιάχνετε
με τεράστιες προσπάθειες  μη σταχτείτε,
πετσοκομμένοι από την πραγματικότητα,
δώσατε την αγαπηνή χρήση για την ανταλλακτική αξία,
χάσατε το δέντρο και σας ζάλισε το δάσος,
οικονομολόγηδες του πρακτικισμού,
τσογλάνικα μυαλά της Πραγματείας του Μπέρκλεϊ

Από την ποιητική συλλογή «Ήλιος στην Σκοτία»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)