Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

 ...
                Τα παλιά χρόνια στην πόλη ο Βαρδάρης ήταν βασιλιάς. Τις πιο πολλές μέρες του χειμώνα φυσούσε από πάνω, απ’ τα Κάστρα, και κρατούσε τα μάγουλα φουσκωμένα ώσπου να καθαρίσει τον αέρα της πόλης και να ανακατέψει το κύμα κάτω στη θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια ο Βαρδάρης γέρασε –οι μορφωμένοι το είπανε κλιματική αλλαγή- και δεν κάνει πια τόσο σαματά, δε ρίχνει γλάστρες ούτε ντενεκέδες με βασιλικά, ούτε βροντάει ξύλινα παντζούρια∙ ίσως γι’ αυτό κι εκείνα μαράζωσαν κι αλλάξανε κι έγιναν στόρια πλαστικά. Τη μέρα της κηδείας του πατέρα του Νικηφόρου ο γέρο-άνεμος τον θυμήθηκε. Ποιόν; Αυτόν, έναν γέροντα Πελοποννήσιο, έναν τηλεδαπό που έζησε πενήντα χρόνια σ’ αυτήν την πόλη που την τίμησε με μια αυτοκτονία κι έναν τάφο κατάδικό του.
                Φυσούσε  ακατάπαυστα  από το πρωί. Στα κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου στην Πυλαία κάθε τόσο κλείναμε τα μάτια μας γιατί η σκόνη και το χώμα χόρευαν χωρίς σταματημό. Λίγο αργότερα στον καφέ, τρία τραπέζια άνθρωποι όλοι κι όλοι ρουφώντας κονιάκ βήτα διαλογής, ακούγαμε τη Γλυκερία σ’ ένα μάλλον ινδουιστικό παραλήρημα. Θυμάμαι τον Νικηφόρο γυρισμένο προς το παράθυρο με καμπουριαστή τη ράχη να μη μας δίνει σημασία∙ όπως και τότε στο θρανίο, με βιδωμένο το κεφάλι, κοίταζε έξω σιωπηλός. Μόνο όταν η Γλυκερία άρχισε ναλέει κάτι για πολλαπλές μετεμψυχώσεις έστρεψε το κεφάλι και μας έκανε νόημα να σηκωθούμε.
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ανεμώλια», 2011

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ

...
ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ, ΩΡΑ ΤΩΡΑ, γύρω από το συσσίτιο των Αγίων Πάντων, την εκκλησία δίπλα από το σταθμό του Ο.Σ.Ε. Είναι μεσημέρι δώδεκα παρά, οι δικαιούχοι έχουν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν ουρά στην πίσω πόρτα του ναού. Κρύο τσουχτερό, αέρας, χαλασμός Κυρίου. Σπάνια τέτοια αναταραχή σε τόπο που αγγίζει θάλασσα. Η θερμοκρασία δεν ξεπερνάει τους τρεις βαθμούς. Οι εισπνοές σού παγώνουν το λαιμό κι οι εκπνοές μοιάζουν με ψυχές που εξατμίζονται. Φοράω τρία παντελόνια, δύο σακάκια συν το μπουφάν. Ψάχνομαι για κουβέντα, δεν πεινάω ακόμα. Βάζω πλώρη προς έναν νεαρό, άγνωστη φάτσα, που στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κοιτάζει το πλήθος με διεσταλμένα μάτια. Απορώ, τι δεν καταλαβαίνει ο μαλάκας. Με το που παρκάρω δίπλα του κερνάει τσιγάρο. Αντί για ευχαριστώ, το καπνίζω με μεγάλες ρουφηξιές. Χαμογελώ να δείχνω ευδιάθετος, διαθέσιμος να με παρατηρήσει από κοντά. Ξέρω πως αν δεν παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τους ανθρώπους, από μακριά σου φαίνονται όλοι ίδιοι: μία ενιαία γκρίζα σιλουέτα. Αυτόν, έτσι μαλακό που τον κόβω, μπορώ να τον φέρω βόλτα· άλλωστε, κατέχω την Τέχνη.
   - Όμηρος, συστήνομαι και γουρλώνει τα μάτια. Έχω μια μακρινή συγγένεια με τον προηγούμενο, του λέω. Πρώτον γιατί και οι δύο γυρίσαμε τον κόσμο όλο· τον φάγαμε με το κουτάλι. Δεύτερον, γράφουμε και οι δύο ποιήματα και γιατί είμαστε και οι δύο με καλές σπουδές: στο πανεπιστήμιο της εποχής του εκείνος, στη Μεγάλη του Δρόμου Σχολή εγώ. Τρίτον και σπουδαιότερο, λέμε και οι δύο ψέματα. Όπως και να ‘χει τον θαυμάζω τον γέροντα. Που πα να πει, αναγνωρίζω το Θαύμα! Εγώ δεν κατάφερα να συναρπάσω τα πλήθη όπως εκείνος. Αποτάθηκα σε ένα μικρό κύκλο από συγγενικές διάνοιες.  
...

Απόσπασμα από το διήγημα «Η αρχαία κνήμη», της υπό έκδοση συλλογής διηγημάτων Με χίλιους τρόμους γενναίος.

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

 
ΤΣΑΙ ΒΟΥΝΟΥ

Λιγνοί κι αθώοι σαν τσάι βουνού
οι φίλοι μου κάποτε ήταν εδώ
στην οδό Μελενίκου στην Τούμπα
στ’ αμφιθέατρα
στους εξώστες του Κρατικού

Τώρα οι φίλοι μου μίσεψαν
άνεμοι και τους πήρανε
σε ορεινούς ορόφους
κύματα τους βυθίσανε
σε σκοτεινά κοχύλια
κι εγώ στη λευκή ερημία
βουβό καραβάνι
αναπαράγω το λυγμό μου

Από την ποιητική συλλογή «Μικρές ανάσες», 2010

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ


ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΛΗ
(ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ή ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ;)

Ι.

Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε ν’ ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμά μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί απ΄ τις τιράντες μου.

ΙΙ.
...

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΤΣΙΜΗΣ

 ...
                Η κοινωνία του Μπερλίν... Δεν ήταν παρά η έξοδος στον κόσμο ανθρώπων που ξεχάστηκαν τελείως από αυτόν σε μια τρελή Θεσσαλονίκη που επέμενε να ταξιδεύει ανέμελα ακόμη στη δεκαετία του ’80 θάβοντας νεκρές ψυχές στα μεσάνυχτα της Προξένου Κορομηλά. Μέσα στο μαγαζί είχαν φτάσει ήδη οι πρώτοι losers. Σαν κι αυτόν. Παράγγειλε ποτό όρθιος. Γύρω του κάπνιζαν θυελλωδώς σαν ατμομηχανές μαινόμενες, η σαπίλα βασίλευε, αυτόν δεν τον ένοιαζε τίποτα. Η ώρα προχωρούσε. Ένοιωθε σαν να καιγόταν μέσα του. Κοίταξε γύρω του. Ο κόσμος πολλαπλασιαζόταν. Η μουσική αγρίευε. Οι γυναίκες παρήκμαζαν. Πήρε ανάσες. Ήπιε κι άλλο. Το Μπερλίν, δυνάστης και αφέντης, σαΐτευε τη νύχτα...
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι σφαίρες θα έχουν το όνομά σου, αγαπημένη», 2000

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 ...
                Τις ημέρες  που έχει κύμα, φύκια, σκουπίδια, τσαλιά και  φερτές ύλες, ένας μαύρος πολτός πολιορκεί την προκυμαία από τον Λευκό Πύργο μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Αν σταθείς στην πλατεία Αριστοτέλους, το κόσμημα του Ερνέστο Εμπράρ, θα δεις ακόμα μερικά σπίτια να σκαρφαλώνουν στα Κάστρα της Άνω Πόλης.
                Τις ημέρες του φθινοπώρου η ομίχλη κάνει μαλακό το φως του ήλιου. Διαποτίζει τα πρόσωπα και τα κτίρια με μια γλυκιά μελαγχολία. Τον χειμώνα η υγρασία σε διαπερνά μέχρι το μεδούλι. Η βροχή μουσκεύει το χώμα μέσα στο οποίο χωνεύουν ρωμαίοι εκατόνταρχοι, βυζαντινοί ησυχαστές, οθωμανοί δερβίσηδες και σεφαραδίτες Εβραίοι με τον καημό της Καστίλης. Είκοσι τρεις αιώνες ιστορίας, σ’ αυτό το σταυροδρόμι της Δύσης και της Ανατολής, που έχουν διαλυθεί σαν τις πέτρες από τα εβραϊκά μνήματα με τις οποίες χτίστηκαν σπίτια και δρόμοι.
                Μπορεί να ήταν Απρίλης του ’59 όταν, παίζοντας κάτω από τη μεγάλη μουριά, αντίκρισε τον πατέρα του να επιστρέφει από τον Αϊ-Στράτη. Δεν ξέρει ακόμη κατά που πέφτει.
...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το όνειρο του Οδυσσέα», 2011

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣ


BLOOMSDAY

Νεόνυμφοι με γκαζοζέν στη Σαλονίκη
Ιούνιος του ’45 και δεκαέξη, επιπλέον, του μηνός.
Συνάντηση με Αυγουστή, Ηφαιστίωνα κύριο Τρουλλινό
τάπες κι εσάνς από τους Μπενφοράδο.
Bloomsday στα Λαδάδικα
να συμπληρώσω με την ευκαιρία τώρα εγώ
χίλιες σελίδες ως γνωστόν, ο κατά Τζόυς Οδυσσέας.
Για την εγχώρια
ούτε στον πρόλογο δεν είμαστε ακόμα.

Από ανέκδοτη ποιητική συλλογή

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ

  
ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
...
Όταν ο φίλος μου ήταν φοιτητής, έμενε εκεί κοντά, κι εξέφρασε την επιθυμία να ξαναδεί, έστω κι απ’ έξω, το διαμέρισμά του. Ανηφορίσαμε ένα στενό δρομάκι, την οδό Στέφανου Τάττη. Ο Στέφανος Τάττης ήταν ένας μεγαλέμπορος καπνού με σημαντική κοινωνική προσφορά στην Ελληνική κοινότητα της Πόλης και γόνος του Κωνσταντίνου Τάττη, που διετέλεσε Φιλικός. Έπειτα κόψαμε αριστερά, στην οδό Κουκουφλή, για τον οποίο δεν ήξερα τίποτα. Εκεί, επί της Κουκουφλή, μου είπε πως ήταν παλιά ένα μπαρ  με κορίτσια, κι έπειτα, σηκώνοντας το κεφάλι, μου ’δειξε επί της οδού Πρασακάκη, στην οποία η Κουκουφλή κατέληγε, την πολυκατοικία και το διαμέρισμά του. Ένα στενό μπαλκονάκι είδα μόνο, η πρόσοψη του διαμερίσματος χάνονταν πίσω από ψηλά φυτά κι από μια κατεβασμένη τέντα. Μου ’πε πως απ’ το μπαλκόνι καμάκωσε μια γκόμενα, που ’χε βγει απέναντι ν’ απλώσει.
                Ο Πρασακάκης ήταν ένας μεγαλογιατρός, που, καθότι φιλεύσπλαχνος, έκανε πολλές αγαθοεργίες. Ο τρόπος που επισκεπτόταν τους ασθενείς του έμεινε παροιμιώδης. Επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μετέτρεψε, προσαρμόζοντας δυο καδρόνια στα πλαϊνά της, μια πολυθρόνα σε όχημα και με τη βοήθεια δύο στιβαρών χαμάληδων μετακινούνταν. Αργότερα εγκατέλειψε αυτό το ιδιότυπο μέσο και πήγαινε με άλογο.
...
Από τη συλλογή διηγημάτων ΛΕΙΨΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
Β. Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 
ΤΕΛΩΝΕΙΟ

Πόσο γαλήνια η θάλασσα και το τελωνείο να βουλιάζουν
στην πλήξη του μεσημεριού, ουδ’ επιβάτες μήτε φορτία
οι γλάροι απάνω στα νερά με ηλίθιες  πάπιες μοιάζουν
και σαν ψυχές πηγαινοέρχονται από ναυαγισμένα πλοία

Μπροστά στα φωτο-τζάμια στημένοι ή κι οκλαδόν
παίρνουμε πόζες στης εκκλησίας τα εξόδια σκαλοπάτια
-Τώρα που στην αιωνιότητα παίρνατε φωτο-ομαδόν
παρακαλώ μην κλίνετε στο φως του ήλιου –φλας τα μάτια

Μόνος του άπνους συλλογίζεται καθώς άλλοι τον κηδεύουν
προς αιώνος-άραγε πληρώθηκαν του τελωνείου τα τέλη
προς που με τον άρχοντα βαρκάρη πλοηγό να ταξιδεύουν
σε τόπους άχρονους όπου η νύχτα μονίμως ανατέλλει;

Κι ως οι θλιμμένες ψυχές αφήνονται σ’ αδήλωτους λειμώνες
να βόσκουν απ’ της λησμονιάς το αειθαλές χορτάρι
κι άλλοτε πάλι να μυρίζουνε τις ξηραμένες ανεμώνες
- Η φορτηγίδα Κέρβερος αποπλέει με ήπια χάρη

Από «λανθάνουσα» ποιητική συλλογή

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ


125

Μου απλωθήκατε στον «Όμιλο» στην παραλία στη Σαλονίκη
μαλάκες που παριστάνουν τους κιμπάρηδες
και πιο πολύ απασχοληθήκατε να ξεχωρίστε το ψαχνό
παρά να γλείψετε το κόκαλο,
να το λειαίνετε σαν γλυπτό
ή να ρουφούσατε μεδούλι γλυκάρμυρο σαν ωμό αυγό.
Μασάτε λεπτεπίλεπτα, φλυαρείτε,
δεν γεύεστε σεβαστικά το πλάσμα του Θεού,
σεβαστίκογλους δεν είστε – σιάζεστε, σιάχνετε
με τεράστιες προσπάθειες  μη σταχτείτε,
πετσοκομμένοι από την πραγματικότητα,
δώσατε την αγαπηνή χρήση για την ανταλλακτική αξία,
χάσατε το δέντρο και σας ζάλισε το δάσος,
οικονομολόγηδες του πρακτικισμού,
τσογλάνικα μυαλά της Πραγματείας του Μπέρκλεϊ

Από την ποιητική συλλογή «Ήλιος στην Σκοτία»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

ΧΟΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΗ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ 
Θεσσαλονίκη, μάνα μου,
αφήνεις τα παιδιά σου,
για τροβαδούρων αγκαλιές
που ζούνε μακριά σου.
Δεν τραγουδούν για σένανε
τον ψεύτικο έρωτά τους.
Φροντίζουνε την τσέπη τους
χαϊδεύοντας τ’ αυτιά σου.
Χαμένος μες στην κίνηση
γυρεύω τον σφυγμό σου
μακριά απ’ τους νεόπλουτους
των κατηχητικών σου.
Η αγάπη χτίζει όνειρα
στης γκρίνιας το σκοτάδι
κ' είναι η σιωπή σου, μάνα μου,
το πιο γλυκό σου χάδι.
Έχεις ρυτίδες και ακμή,
φάσκεις και αντιφάσκεις,
με νοσταλγίες δεν μπορείς
να σβήσεις τις εντάσεις.
- Ό,τι είμαι το χρωστάω στη μάνα μου, είπε ο αυτιστικός. 
Από το σιντί του Δημοσιοϋπαλληλικού Ρετιρέ: Ψηφίστε το συνδυασμό ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΘΛΙΒΕΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑ (2005)

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΙΝΟΣ


... Τίποτα το εντυπωσιακό δεν περιλάμβαναν για κείνη την υποδοχή οι κατά καιρούς αφηγήσεις της άφιξής του στη Θεσσαλονίκη, ενώ παραστατικότατα εξιστορούσε τον κατάπλου στον Θερμαϊκό την ώρα της δύσης καθώς οι ανακλάσεις των ακτίνων του ήλιου που έγερνε προς τα Πιέρια, χρύσωναν την πόλη, που σκαλοπατιαστά αναρριχόνταν με τους κορδωμένους δίπλα στους βυζαντινούς τρούλους μιναρέδες, και τα τείχη της που βάφονταν ολοένα και πιο πορφυρά, ορθώνοντας όλο και περισσότερο το ανάστημά τους καθώς η μικρή ταρτάνα πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Με λεπτομέρειες διηγείτο την αποβίβασή του, τους διαπληκτισμούς των βαρκάρηδων και των χαμάληδων για το ποιος θα πρωτοαρπάξει τον αποβιβαζόμενο, αλλά και την καλοσυνάτη προϋπάντηση από τον γέρο Μωΰς, που με ιδιαίτερη φροντίδα έβγαλε τις αποσκευές του από το καΐκι και με περισσή προσοχή τις τοποθέτησε στο πίσω μέρος του αραμπά δένοντάς τες σφιχτά, έτσι που ούτε καν ταρακουνήθηκαν από τους έντονους κραδασμούς κατά τη διαδρομή προς το σπίτι.
Με απίστευτη εμφαντικότητα περιέγραφε την αναπάντεχη αθλιότητα που αντίκρισαν εκείνο το απόβραδο τα μά­τια του, καθώς διέσχιζε τους λασπωμένους εδώ κι εκεί από τα απόνερα και πλημμυρισμένους από σκουπίδια δρόμους. Τους σκυθρωπούς ανθρώπους που βαδίζοντας σκυφτά ανάμεσα στα φτωχόσπιτα δεν σήκωναν το βλέμμα από κάτω παρά μόνο όταν κοιτώντας λοξά διαπίστωναν ότι κανείς δεν τους παρακολουθεί. Αυτή η απαράμιλλη κατήφεια συμπληρωνόταν από τον προπετή βηματισμό των ζαπτιέδων και των μπεκτσήδων.
Μα περισσότερο εντυπωσιακή ήταν η περιγραφή της συμφωνίας των μουεζίνηδων, που το βραδινό εζάνι τους από την κορυφή των πυκνών μιναρέδων απλωνόταν πέρα ως πέρα στην πόλη, με χρωματικές εναλλαγές εναρμόνιων και πλάγιων ήχων, σκεπάζοντας τον ουρανό της και ταράζοντας τη γαλήνη του δειλινού έτσι ώστε να μη μένει καμμιά αυταπάτη...
«Ποτέ ως τότε στη ζωή μου δεν είχα ακούσει τόσους μαζεμένους μουεζίνηδες να διαλαλούν τη μεγαλοσύνη του Αλ­λάχ, όσους εκείνο το βράδυ του Αυγούστου» επαναλάμβανε συχνότατα, όταν αναφερόταν σε κείνο το απόβραδο.

Απόσπασμα από το μυθιστορήμα «Τετράδιο Βιογραφίας»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗΣ


Οδός Δημητρίου Γούναρη (Πλατεία Ναυαρίνου)

… Στον δρόμο αυτό και στην παρακείμενη πλατεία συγκεντρώνεται ένα «πολύβουο μελίσσι» όλο τον χρόνο, πολύ περισσότερο την άνοιξη και το καλοκαίρι που ο καιρός το ευνοεί. Αναρχικοί, αριστεροί που πουλάνε την εφημερίδα της γκρούπας τους, εναλλακτικοί φοιτητές, «χύμα» κόσμος, κιθάρες, αυτοσχέδιες μουσικές, μπύρες στα πεζούλια και τα γρασίδια, έμπρακτη άρνηση της οργανωμένης διασκέδασης, μικροφωνικές ενάντια στην κρατική καταστολή, πολιτικές αφίσες γεμάτες οργή, ενίοτε και ποιητική φαντασία, πλανόδιοι μικροπωλητές, μετανάστες που πουλάνε την πραμάτεια τους απλωμένη σε χαρτόκουτα, αδέσποτα σκυλιά που παίζουν ανέμελα, γατιά που λιάζονται νωχελικά στον περίφρακτο αρχαιολογικό χώρο, αλλά και ζητιάνοι, άστεγοι, τοξικομανείς, ανθρώπινα ναυάγια, κι από κοντά χαφιέδες, μπάτσοι κι ασφαλίτες, αστυνομικοί έλεγχοι, αναίτιοι τσαμπουκάδες, και το χειρότερο όλων, φιλήσυχοι νοικοκυραίοι που ενοχλούνται από αυτή την πολυχρωμία –αν ακούσεις τις κουβέντες τους αναπόφευκτα σου έρχεται στο μυαλό το Βερολίνο του μεσοπολέμου όπως είναι αποτυπωμένο στο εξαιρετικό «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς»– μαζί με φασίζοντες μαγαζάτορες που θεωρούν ότι οι μετανάστες τους «χαλάνε τη μόστρα» και καλούν την αστυνομία για να τους διώξει…
Συνειδητά τα τελευταία χρόνια μένω εκεί γύρω. Στην περιοχή αυτή, λοιπόν, και μεγάλο μέρος των καθημερινών μου διαδρομών, τα ραντεβού με φίλους, οι ατελείωτες συζητήσεις, τα σχέδια και οι διαφωνίες, η ενημέρωση για τις καινούργιες εκδόσεις στο μικρό αλλά απολύτως ενημερωμένο «Κεντρί» (έτσι, για να πάρω την καθημερινή μου δόση «βιβλιοεξάρτησης»), οι τυχαίες συναντήσεις με γνωστούς και οικείους, αλλά και αναπάντεχες, ενδιαφέρουσες γνωριμίες καμιά φορά.
Μ’ αρέσει το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Εδώ νιώθω οικεία. Ανοίγεις την πόρτα σου και αναπνέεις τον ιδρώτα της πόλης. Τα προάστια βρωμάνε γεροντίλα, μικροαστισμό και παραίτηση. Το κέντρο μοσχοβολάει νιάτα, αμφισβήτηση και ζωή. Κι η Δημητρίου Γούναρη, μαζί με την πλατεία Ναυαρίνου, είναι σίγουρα η καρδιά του κέντρου.

Απόσπασμα από χρονογράφημα 

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΗΚΑΣ


...
Νάρθεις, λοιπόν, Θεέ μου, στην Άνω Τούμπα, στην πλαγιά της κορυφής του Χριστού. Σε ζήτησα τόσο, ρήμαξα την ανθρώπινη αγάπη για χατίρι σου, χαστούκισα τον έρωτα για τ’ όνομά σου, δεν μ’ άφησες τίποτα να χαρώ και με μαχαίρωσες αλύπητα συνηγορώντας με τον θάνατο. Μ’ έκανες κι έχασα όλους τους φίλους μου και τώρα είναι αργά, πολύ αργά για νέα συμβόλαια∙ καθένας με τον μπαλτά στην πλάτη. Δεν μου ’δωσες τίποτα, μόνο τα χτυποκάρδια και την αγωνία, την τρέλα, τον εγκέφαλο, αυτό το αναποδογυρισμένο σακάκι, για να σέρνομαι μέσα σ’ αυτό το άπειρο, σ’ αυτό το λαχείο, πλάνης και ρακένδυτος, ρακοσυλλέκτης, το ίδιο το πρόσωπο της θρησκευόμενης και αφελέστατης δημοκρατίας. Αντιφασίστας και σκέλεθρο, ένα μαγκάλι γεμάτο στάχτες, χωρίς ζεστασιά ένα κουρέλι με ουράνια δόξα. Μια αγάπη που ποτέ δεν θ’ αποδειχτεί, ποτέ δεν θα του την ανταποδώσουν. ...

Απόσπασμα από «Τα νερά»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΗΚΑΣ


... Τις Κυριακές που δεν πηγαίναμε στο Δελασάλ πηγαίναμε στο σινεμά. Το πρώτο έργο που είχα δει ήταν ο Κόκκινος κουρσάρος με τον Μπαρτ Λάνγκαστερ στην «Αίγλη». Θυμάμαι πολλά έργα. Το Γκαγκαντίν στον «Ορφέα», τον Ζορρό, τον Ιβανόη. Στο «Ιντεάλ» πηγαίναμε, στο «Αττικόν», στο «Πάνθεον», στο «Ίλιον», στο «Αλκαζάρ». Αυτά βέβαια ήταν λιγάκι άγρια σινεμά για μας, ειδικά το «Αττικόν», γιατί πήγαμε καναδυό φορές πιτσιρικάδες κι ήταν όλο μεγάλοι μέσα και τα έργα υποτίθεται ότι ήταν πορνό. Πορνό σήμαινε ότι δείχνανε και καμιά γάμπα, ας πούμε. Και υπήρχε ένα αγκομαχητό μέσα στην αίθουσα  και που να μπει γυναίκα μέσα να δει ταινία. Δεν γινόταν. Θα μαρτυρούσε. Αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και κάποιες τσαούσες. Πέφταν τσαντιές, πέφταν βρισιές, είχε καβγάδες, αλλά ήταν όλα μαγικά. Καμιά φορά πηγαίναν να μας κωλομπαρέψουνε, να μας πιάσουν τα μπούταια, κι εμείς τους φτύναμε στα μούτρα.
            Ήμασταν μεγάλη παρέα και πηγαίναμε όλοι μαζί σινεμά. Κι αλοίμον σ’ όποιον μας πείταζε. ...

Απόσπασμα από το αφήγημα «Αποκλεισμένος στη Σαλονίκη»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ


... Ήταν βράδι. Ένα ανέπαφο βράδι του Μάη. Κι Αυτός είχε περάσει τα «σύνορα» κι ανέβαινε τώρα βιαστικός την Αποστόλου Παύλου. Η μυρωδιά της σαλκιμιάς που μοσκοβόλαγε στον αυλόγυρο της Ροτόντας τον χτύπησε έντονα στα ρουθούνια. Σταμάτησε για ένα λεπτό κι ανάσανε βαθιά, άπληστα, σαν νάθελε να χωρέσει μέσα του όλη την δροσεράδα του βραδιού, όλη την γλύκα της άνοιξης. Πρώτη φορά, ύστερα από τόσες βδομάδες ασφυξίας, ένοιωθε τις  αισθήσεις του να υπάρχουν. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξξε το μιναρέ που η κορφή του γαργαλούσε τ’ αστέρια. ...

Απόσπασμα από την τριλογία «Το Φύλλο, το Πηγάδι, το Αγγέλιασμα»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ


... Το αυτοκίνητό του διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-Σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησιές. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση.  Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος κάτω στη νέα διανοιγόμενη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δεν σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο χαμηλά στη θάλασσα. ...

Απόσπασμα από το αφήγημα «Οδοστρωτήρας»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ


Εποχή παγωμένου βαρδάρη

Εποχή δένει ανθρώπους, εποχή σκορπά συντρόφους

Βαρδάρης παγερός σαρώνει φεγγάρια
Εργοστάσια σκουπίδια και φαντάσματα
Κι εκείνος στην παλιά της φυλακής κουβέρτα
 Χωρίς επιστροφή στον οργισμένο δρόμο

Γράσα αφίσες στουπιά στα χέρια
Αγοράζουν ελπίδες δεν τον γνωρίζουν
Πορνό του Βαρδάρη σεργιανάνε πουτανάδικα σκοτεινά
Εφημερίδες μασάνε στον άδειο ουρανό

 Κόντρα  στον παγερό αέρα
Βαδίζει διαγραμμένος χωρίς πατρίδα το παλιόσκυλο
Γεμάτος αμφιβολίες βαδίζει
Προκηρύξεις ζεσταίνουν το αδύναμο στήθος του

Εποχή δένει ανθρώπους, εποχή σκορπά συντρόφους

Από τη συλλογή «Πάροδος Μοναστηρίου»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΛΑΣ


... Και ξημέρωσε Σεπτέμβρης, με μια θάλασσα γαλήνια, έναν ουρανό κατάλευκο, και στο βάθος μια λουρίδα με ξηρά σκουρόχρωμη, ύστερα η πόλη πιο πολύ στο άσπρο και στο καφετί, και στα δεξιά το πιο ψηλό βουνό της, που σκιαζόταν κι ήταν τώρα μαυροπράσινο, πίσω τους γαλακτερή η θάλασσα, ένα πέλαγος σχεδόν γαλήνιο και στ’ αριστερά τους πάλι τα βουνά, όπου ο Φώτης «είναι χιονισμένη η κορφή του Όλυμπου».  Και σε λίγη ώρα ήταν μες στην αγκαλιά του κόλπου, όπου άπλωνε η γης το χέρι της κι ήταν σαν να τους μηνούσε, τώρα είσαστε δικοί μου, γιατί όντως άρχισαν να φαίνονται τα σπίτια, δυο καΐκια διασχίζανε νωχελικά τη θάλασσα και πιο πέρα λάμναν δυο κουρήτες, φαίνονταν οι κωπηλάτες που αγωνίζονταν, τώρα λέγαν «να ο Λευκός Πύργος», και λαχτάρησε ο Φώτης, ένιωθε λιγούρα, ένα είδος πόνου πάνω από τη ζώνη, στα αρισττερά, και σκεφτόταν μοιάζει σαν να με τσιμπάει η καρδιά μου, και ξεσφίχτηκε. ...

Απόσπασμα από το «Η μεγάλη πλατεία»
  
(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ


... Πάντα όταν μπαίνω σ’ αυτή την πόλη είναι σαν να διαβάζω Παβέζε που αφήνει το Τορίνο για να με ξεναγήσει στο Μιλάνο της Ελλάδος – το έγραψα το 1984, πρώτος, μιλώντας με τον Τόλη Καζαντζή. Μια φωνή μου φωνάζει: η πόλη αυτή που περπατάς, ανόητε, είναι στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τη Νέα Υόρκη! Μαύρα πουλιά πετούν πάνω από το κεφάλι μου. Κι ενώ λάμπει στα φώτα εγώ βαδίζω προς τη μεγάλη – πεσμένη από χρόνια- σκηνή του Σεχραζάτ∙ στο σκότος.. Στο Βαρδάρη. Οι τραγουδίστριες αρχίζουν στις 8.00 και τελειώνουν το πρωί. Στους γυναικείους ρόλους άντρες – πολλοί έχουν παιδιά. Ο Σαίξπηρ, ο Φασμπίντερ, η Άννα Φόνσου, η Χέλμη, κάθονται στο μπαρ. Και παραγγέλνουν ποτά. Που μεθούν. Η παράσταση αρχίζει. Κάποιος σηκώνει πρώτος το ποτήρι. Και οι άλλοι τον ακολουθούν.
            Κυρίες και κύριοι, εδώ η γη γυρίζει ανάποδα. Τα είδωλα αντιστρέφονται. Τα ινδάλματα σας εγκαταλείπουν.
            Ο αναιδής θρίαμβος αυτής της πόλης μόλις αρχίζει.

Απόσπασμα από το «Η γυάλινη σφαίρα της Θεσσαλονίκης»
  
(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ


...
              Πριν φύγει από τη Θεσσαλονίκη του είχαν πει πού θα πάει, τι θα κάνει και με ποιους θα συνεργαστεί στην περιοχή που θα τον έστελναν. Οι οδηγίες του προέδρου του Φιλεκπαιδευτικού, αλλά και του  γραμματέα του Προξενείου ήταν ξεκάθαρες και σταράτες. Πριν φύγει για τη Φλώρινα πέρασε να πάρει την ευλογία του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανασίου και μέσα από την κρυφή υπόγεια είσοδο, την κρύπτη, που ένωνε την εκκλησία της μητρόπολης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και το Προξενείο, τον πέρασε ο διάκος στο γραφείο του Προξένου. Καθώς περνούσε τη μισοσκότεινη κρύπτη και λίγο πριν μπει μέσα στο γραφείο ένα ρίγος τον διαπέρασε. Αναλογίστηκε το βάρος που φορτώνονταν στους νεανικούς του ώμους.
 Όταν μπήκε μέσα, είδε πίσω από το μεγάλο γραφείο τον Πρόξενο. Στάθηκε με σεβασμό απέναντί του και μαγεύτηκε. Τον άκουγε να του μιλά για αρκετή ώρα. Δεν ήταν πια ένα  απλό μάθημα, όπως στο Διδασκαλείο. Αυτός ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Κράτους έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Πριν έλθει στη Θεσσαλονίκη υπηρέτησε και στην Πόλη. Συνεργάστηκε εκεί και με τον Πατριάρχη. Ήξερε κόσμο και ντουνιά. Ήξερε όμως πάνω από όλα  να βάζει φωτιές στις καρδιές των νέων παιδιών για την Πατρίδα, για τη Θρησκεία, για τη Μακεδονία. Όση ώρα έμεινε εκεί ο Δημήτρης είδε να μπαινοβγαίνουν στα άλλα γραφεία και άλλοι νέοι, γεροδεμένοι, λεβέντες. Είδε και απλούς ανθρώπους από τα χωριά να περιμένουν να μιλήσουν σε κάποιους. Ντυμένοι με τις φορεσιές των χωριών τους φαίνονταν σαν από άλλο κόσμο εκεί μέσα. Του θύμιζαν τον πατέρα του και τους συγχωριανούς του. Όλοι αυτοί που τώρα έβλεπε  είχαν κάποιο ρόλο για τον κοινό αγώνα. Όλοι τους είχαν κάποιο πόστο. ...

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Στις καλαμιές του Βάλτου»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

ΖΗΣΗΣ ΣΑΡΙΚΑΣ


ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ

Με παρακάλεσε  η μάνα του να του κάνω ιδιαίτερο μάθημα στα αρχαία. Καθόταν σ’ ένα προνομιούχο σπίτι στην παραλία, φάτσα στο ηλιοβασίλεμα. Όλοι στην οικογένεια είχαν μοντέρνες, φιλελεύθερες ιδέες. Ήταν πολύ γλυκό παιδί, και αμέσως έδειξε πως τον είχα κερδίσει. Μια μέρα τον ρώτησα που σύχναζε. Μου ονόμασε καναδυό μαγαζιά του κέντρου – καφετερίες και παγωτατζίδικα. Του ανέφερα μια πλατεία πιο ψηλά, όπου σύχναζαν πιτσιρικάδες. «Α, εμείς δεν πάμε κατακεί» αποκρίθηκα με ύψιστη αφέλεια. «Μόνο στην παραλία και στην Τσιμισκή. Εκεί πάνε τα φρικιά και οι βλάχοι».
            Να ένα ιδιαίτερο μάθημα για μένα.

Από τη συλλογή μικρών πεζών «ΨΙΧΟΥΛΑ»

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)