...
Νάρθεις,
λοιπόν, Θεέ μου, στην Άνω Τούμπα, στην πλαγιά της κορυφής του Χριστού. Σε ζήτησα
τόσο, ρήμαξα την ανθρώπινη αγάπη για χατίρι σου, χαστούκισα τον έρωτα για τ’ όνομά
σου, δεν μ’ άφησες τίποτα να χαρώ και με μαχαίρωσες αλύπητα συνηγορώντας με τον
θάνατο. Μ’ έκανες κι έχασα όλους τους φίλους μου και τώρα είναι αργά, πολύ αργά
για νέα συμβόλαια∙ καθένας με τον μπαλτά στην πλάτη. Δεν μου ’δωσες τίποτα, μόνο
τα χτυποκάρδια και την αγωνία, την τρέλα, τον εγκέφαλο, αυτό το αναποδογυρισμένο
σακάκι, για να σέρνομαι μέσα σ’ αυτό το άπειρο, σ’ αυτό το λαχείο, πλάνης και
ρακένδυτος, ρακοσυλλέκτης, το ίδιο το πρόσωπο της θρησκευόμενης και αφελέστατης
δημοκρατίας. Αντιφασίστας και σκέλεθρο, ένα μαγκάλι γεμάτο στάχτες, χωρίς
ζεστασιά ένα κουρέλι με ουράνια δόξα. Μια αγάπη που ποτέ δεν θ’ αποδειχτεί, ποτέ
δεν θα του την ανταποδώσουν. ...
Απόσπασμα από «Τα νερά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου