... Με τα μάτια καρφωμένα στη διαχωριστική γραμμή (η
θητεία μου στον στρατό με είχε διδάξει πως μπορεί να είναι σωτήρια σε τέτοιες
περιπτώσεις), σκεφτόμουνα ταυτόχρονα φράσεις από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου
«Ομίχλη».
Τη νύχτα, ο πεθαμένος από χρόνια φίλος μου, με επισκέφθηκε
στον ύπνο μου. ΄Αναψε το λαμπατέρ στο κομοδίνο, με το δικαίωμα που αποκτά
κανείς μπαίνοντας στο όνειρο κάποιου άλλου, κι ύστερα, λέει, μου πρότεινε:
«Πάμε μια βόλτα στην παραλία; Έχει ομίχλη, και μ’ αρέσει να βαδίζω μέσα της.»
Περπατήσαμε, όχι από τη μεριά της θάλασσας μα από την
άλλη, με τις καφετέριες στη σειρά και με τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και
μοτοσικλετών.
Ο Ιωάννου, όπως συνήθιζε και στους αληθινούς
περιπάτους μας, σχολίαζε τους περαστικούς που διασταυρώνονταν μαζί μας ή μας
προσπερνούσαν βιαστικοί: «Αυτός είναι φαντάρος στη πρώτη του έξοδο. Εκείνη εκεί
είναι ανύπαντρη, υπάλληλος στον Οργανισμό Εγγείων Βελτιώσεων, και επιστρέφει
σπίτι της από επίσκεψη στην παντρεμένη αδελφή της ― κρυφά τη ζηλεύει που έχει
κιόλας τρία παιδιά! Ο άλλος είναι επαρχιώτης και ήρθε στη ‘συμπρωτεύουσα’ για
ψυχαγωγία.»
Γελούσαμε με τα αυθαίρετα πλην καλόβολα σχόλιά του κι
ύστερα καθόμασταν για έναν καφέ ή για μια πορτοκαλάδα στο «Αιγαίον». Αν
περπατούσαμε τώρα στην παραλία, θα σχολίαζε πως κι αυτό άλλαξε στυλ, κι από
παραδοσιακό καφενείο εκμοντερνίστηκε σε καφετέρια. ...