......
Αλλά
εκείνος είχε πάει για να βρει την τύχη του στην Πόλη και ν’ ανοίξει εκεί ένα
καινούργιο μαγαζί και ν’ απολάψει πείρα από πιο μεγάλη πολιτεία, που ήτανε το
κέντρο με τον πατριάρχη κι όλες τις ελπίδες ή τις τέχνες και τις προκοπές. Κι
έλεγε αργότερα χαμογελώντας με θυμοσοφία, ξαπλωμένος στον σοφά του να ξεκουραστεί,
πως η τύχη του λεγόταν Ευγενία και την πρώτη τους φορά που συναντήθηκαν, ευωδίασε
το χέρι του από το χέρι της λεβάντα και το μύριζε ως το άλλο πρωινό, που
ξαναπλύθηκε. Μόνο που αναρωτήθηκε για μια στιγμή «μα είναι όμορφη;» πράγμα που
δεν θα μπορούσε να το πει (ναι ή όχι), να το υποστηρίξει, παρά έκλεινε τα μάτια
και μυριζόταν.
Αυτή ήτανε που έφερε σα
νύφη, που έφερε γυναίκα του στη Σαλονίκη
σε δυο χρόνια, όταν ξαναγύρισε, δίχως και να διδαχτεί πολλά, έξω από μία
νοσταλγία για την πόλη που τον είχε μεγαλώσει στα κατώγια της, στα μαγαζιά της
από τον Βαρδάρη πέρα μέχρι την Καλή Μεριά. Ήταν σα να είχε πάει ως την Πόλη με
σκοπό να μάθει για την Ευγενία και πώς την κερδίζουν, να του την γνωρίσουν και
να παντρευτεί.
Απόσπασμα από την αηδόνα της συλλογής ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου