ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
...
Θεσσαλονίκη, 7 Οκτωβρίου 1932
Η Άφιξη
Ο λαμπερός ήλιος του όψιμου
καλοκαιριού έπεφτε κατευθείαν στα μάτια του. Κόντευε να αποκοιμηθεί. Καθισμένος
με την πλάτη στη μαυριτανική πρόσοψη του ξενοδοχείου Μεντιτερανέ, στην παραλία της πόλης άργησε να
διακρίνει το μικρό Σαβόια- Μαρκέττι.
Από την προηγουμένη είχε αρχίσει να φυσάει ελαφρύ βοριαδάκι
και είχε καθαρίσει τον ορίζοντα ως τους πρόποδες του Ολύμπου. Το υδροπλάνο, για
να έρθει μέτωπο με τον άνεμο, έπαιρνε ήδη τη στροφή του για προσθαλάσσωση,
νότια, στ’ ανοιχτά του κόλπου.
Ο μόμβος του πάνω
από τη σιωπηλή πόλη την ώρα της μεσημεριανής ραστώνης έβγαλε τους σερβιτόρους
και δυο τρεις υπαλλήλους του ξενοδοχείου από τις δροσερές γωνιές τους. Πρόβαλαν
σαν τα σαλιγκάρια κάτω από τις αψίδες της εισόδου και του μπαρ σέρνοντας ξωπίσω
τους ήχους από τα πέταλα των παπουτσιών τους στο καλογυαλισμένο μαρμάρινο
δάπεδο.
Ο Σταύρος, ο χοντρός
του μπαρ, που του άρεσε πολύ να τον φωνάζουν μαιτρ, στάθηκε δίπλα του. Τακτοποίησε
προσεκτικά στη θέση της την καρέκλα που ο Μιχαήλ είχε σπρώξει άτσαλα καθώς
σηκώθηκε βιαστικά. Το προγούλι του κρεμόταν με δύο παχιές δίπλες γύρω από τον
σφιχτό, μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά σαν από θαύμα πάντοτε πεντακάθαρο γιακά του
πουκαμίσου του, , κατάλευκου, όπως και η κολλαρισμένη πετσέτα που κρατούσε
τελετουργικά σαν ταριχευμένο γλάρο στο αριστερό του χέρι.
…..
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ»
(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου