Κλείτος ο
πότης
...
Πρόλαβα όλα και τα είδα, τις δούλες και τα πουτανιά
που ουρλιάζανε, τους φλώρους τους εταίρους του που κοιτάζανε βαθιά
φχαριστημένοι, τον αρχηγό των πελταστών Αντύπα πούχε γεμίσει δάκρυα η κόκκινη
μουτράκλα του, είδα... είδα ξανά εκείνη τη σκηνή από το Γρανικό πούχα γλιτώσει
τη βασιλική κεφάλα του απ’ το σπαθί του Πέρση... και κείνον που πετάχτηκε απ’
το θρόνο κι έτρεξε πάνω μου ουρλιάζοντας: Κλείτε γενναίε μου, ανάθεμα το κρασί!!
και πρόλαβα να δω τους φρουρούς που του πήραν το ξίφος απ’ το χέρι μην τύχει
και αυτοκτονήσει ο γιος της σκύλας... κι ύστερα ξεψύχησα... Τούτη η πληγή με
τυραννάει το χειμώνα, μου λέει ο Κλείτος κι έχει κατεβάσει στο μεταξύ το
τέταρτο κονιάκ. Μετά σηκώνεται τρεκλίζοντας, φεύγω, μου λέει, και τον βγάζω
πάλι απ’ την πόρτα της κουζίνας...
Συναντώ ένα φίλο σκηνοθέτη προχτές στη Διαγώνιο. Πως
πας, μου λέει, τι γράφεις; Γράφω αβέρτα ιστορικά ντοκουμέντα. Μπα, παράτησες
την ποίηση; Όχι, του λέω, αλλά πιστεύω πως οι ιστορικές μαρτυρίες έχουν
τεράστιο ενδιαφέρον. Και που βρίσκεις πηγές; μελετάς ιστορία; Όχι, του λέω,
έρχονται σπίτι διάφοροι αγωνιστές και κουβεντιάζουμε τις νύχτες. Κατάλαβα, μου
λέει, κάτι στη βάρεσε άσχημα.
Από τη
συλλογή διηγημάτων ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΠΙΤΖΑΜΕΣ
(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου